- ευδιαβολως
- εὐδιαβόλωςεὐδιᾰβόλωςв дурную сторону, в плохом смысле
εὐ. ἔχειν Dem. — быть оклеветанным, стать жертвой клеветы
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εὐ. ἔχειν Dem. — быть оклеветанным, стать жертвой клеветы
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εὐδιαβόλως — εὐδιάβολος easy to misrepresent adverbial εὐδιάβολος easy to misrepresent masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδιάβολος — εὐδιάβολος, ον (Α) 1. ο ευδιάβλητος 2. (επίρρ. φρ.) «εὐδιαβόλως ἔχειν» το να έχει κάποιος διάθεση για κατηγορία, για διαβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διά βολος «αυτός που διαβάλλει (ή και διαβάλλεται)» (< δια βάλλω)] … Dictionary of Greek